- λιπότυφλα
- ταζωολ. υπόταξη εντομοφάγων θηλαστικών τής οποίας τα μέλη στερούνται τυφλού εντέρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipotyphla < lip(o)- (< λιπο-*) + -typhla (< τυφλό έντερο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.